φορτηγῶν

φορτηγῶν
φορτηγέω
pres part act masc nom sg (attic epic doric)
φορτηγός
one who carries cargoes
fem gen pl
φορτηγός
one who carries cargoes
masc/neut gen pl
φορτηγός
one who carries cargoes
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αερόφρενο — το τεχνολ. σύστημα πεδήσεως οχημάτων (τραίνων, φορτηγών αυτοκινήτων, λεωφορείων), που λειτουργεί με πεπιεσμένο αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + φρένο απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. aerofrein, νόθο σύνθ. < ελλ. λ. αήρ + λατ. λ. frenum ( …   Dictionary of Greek

  • καρότσα — η (Μ καρότσα) άμαξα που σύρεται από άλογα νεοελλ. 1. το αμάξωμα τών, φορτηγών κυρίως, αυτοκινήτων 2. επιβατικό σιδηροδρομικό όχημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. carrozza] …   Dictionary of Greek

  • κτηνομίσθιο — το (Μ κτηνομίσθιον) το μίσθωμα που καταβάλλεται από μισθωτή ζώου στον ιδιοκτήτη του, το αγώγι νεοελλ. το χωριστά συμφωνημένο ετήσιο μίσθωμα που πρέπει να καταβληθεί από τον μισθωτή αγροτικού κτήματος στον ιδιοκτήτη για τη χρησιμοποίηση ή… …   Dictionary of Greek

  • πλοίαρχος — Επαγγελματικός χαρακτηρισμός του κυβερνήτη εμπορικού πλοίου. (Στο Πολεμικό Ναυτικό ενδεικτικό βαθμού). Στην κοινή ναυτική γλώσσα ονομάζεται καπετάνιος και σύμφωνα με τον κώδικα της ναυσιπλοΐας κυβερνήτης. Ο επαγγελματικός τίτλος που δίνει… …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • τηλέφωνο — Το σύνολο των συσκευών και διατάξεων που απαιτούνται για την πραγματοποίηση μιας τηλεπικοινωνίας, κατά την οποία μεταβιβάζεται η ομιλία. Ένα τηλεφωνικό σύστημα αποτελείται βασικά από ένα μικρόφωνο, από ένα μέσο σύνδεσης, από ένα ακουστικό και από …   Dictionary of Greek

  • φόρτος — ο, ΝΜΑ καθετί που επιβαρύνει κάποιον, καθετί το ενοχλητικό, ανυπόφορο ή κουραστικό (α. «μεγάλος φόρτος εργασίας» β. «κοινὸν δὲ φόρτον ταῑσδ ἔχων χρείας ἐμῆς», Ευρ.) νεοελλ. φρ. α) «γραμμές φόρτου» ναυτ. σημάνσεις στο σκάφος τών φορτηγών πλοίων… …   Dictionary of Greek

  • Κόρδοβα — I (Cόrdoba). Πόλη (133.800 κάτ. το 2000) του ανατολικού Μεξικού, στην πολιτεία Βερακρούς. Συνδέεται σιδηροδρομικώς και οδικώς με την Πόλη του Μεξικού και το λιμάνι Βερακρούς. Στην περιοχή της υπάρχουν φυτείες καφέ και φρούτων, εργοστάσια… …   Dictionary of Greek

  • Μάγχη — (αγγλ. English Channel ή The Channel, γαλλ. La Manche = μανίκι). Θαλάσσιος βραχίονας (περ. 78.000 τ. χλμ.) μεταξύ του ηπειρωτικού όγκου της Ευρώπης (Γαλλία) και του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας και συνδέει τη Βόρεια θάλασσα (προς ΒΑ) με τον… …   Dictionary of Greek

  • Μερσίνα — (Mersin). Πόλη (544.318 κάτ. το 2000) της νοτιοανατολικής Τουρκίας, πρωτεύουσα της επαρχίας Ιτσέλ (15.853 τ. χλμ., 1.651.400 κάτ. το 2000). Είναι σιδηροδρομικός κόμβος και αξιόλογο εμπορικό λιμάνι στη Μεσόγειο θάλασσα, από το οποίο εξάγονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”